σοφιζόμενοι

σοφιζόμενοι
σοφίζομαι
make wise: pres part mp masc nom /voc pl
σοφίζω
make wise: pres part mp masc nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοφιζόμενοι — σοφίζομαι make wise pres part mp masc nom/voc pl σοφίζω make wise pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”